λεκές,
ο, ουσ.
[<τουρκ. leke], ο λεκές· ηθικό ή κοινωνικό
στίγμα, ηθική ή κοινωνική ντροπή: «να δω πώς θα ζήσεις από δω και πέρα με το
λεκέ του καταχραστή!»·
- βγάζω
το λεκέ από πάνω μου, αποκαθιστώ την τιμή μου, την υπόληψή μου: «με
μπέρδεψαν κάπου χωρίς να το καταλάβω και λέρωσα τ’ όνομά μου, αλλά κάποια μέρα
θα βγάλω το λεκέ από πάνω μου».